μεγαυχης

μεγαυχης
    μεγαυχής
    μεγ-αυχής
    2
    1) славный, прославленный
    

(παγκράτιον Pind.; δαίμων Aesch.)

    2) гордящийся, весьма гордый
    

(τινι Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μεγαυχης" в других словарях:

  • μεγαυχής — μεγαυχής, ές (Α) 1. ένδοξος, φημισμένος («μεγαυχεῑ παγκρατίῳ)», Πίνδ.) 2. αυτός που υπερηφανεύεται, που καυχιέται για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + αυχής (< αὐχῶ «υπερηφανεύομαι»), πρβλ. μεγ αυχής, υψ αυχής] …   Dictionary of Greek

  • μεγαυχής — boasting masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαυχῆ — μεγαυχής boasting neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μεγαυχής boasting masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μεγαυχής boasting masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαυχεῖ — μεγαυχής boasting masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) μεγαυχής boasting masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαυχεῖς — μεγαυχής boasting masc/fem acc pl μεγαυχής boasting masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυχώ — αὐχῶ ( έω) (AM) καυχιέμαι, υπερηφανεύομαι για κάτι αρχ. 1. καυχιέμαι ή διακηρύσσω μεγαλόφωνα ότι... 2. λέω με πεποίθηση ότι, καυχιέμαι ότι θα... 3. φαντάζομαι, πιστεύω ότι... [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση με τα εύχομαι, ευχή δεν είναι… …   Dictionary of Greek

  • μεγαύχητος — μεγαύχητος, ον (Α) μεγαυχής*. ένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + αύχητος (< αὐχῶ «κομπάζω, καυχιέμαι»)] …   Dictionary of Greek

  • μεγαυχέι — μεγαυχέϊ , μεγαυχής boasting dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»